μαζεύω χρήματα

μαζεύω χρήματα
reunir diners

Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ερανίζομαι — (AM ἑρανίζομαι και ἐρανίζω) [έρανος] συγκεντρώνω χρήματα για να τά δώσω σε κάποιον μσν. νεοελλ. συγκεντρώνω περικοπές, γνώμες, χωρία από βιβλία και κείμενα αρχ. μσν. 1. ζητώ χρήματα για έρανο («τοὺς φίλους ἐρανίσας», Δημοσθ.) 2. δανείζομαι άτοκα… …   Dictionary of Greek

  • αγύρτης — Απατεώνας, ψεύτης, τσαρλατάνος, κομπογιαννίτης· αυτός που δεν έχει επάγγελμα και μόνιμη κατοικία, γυρίζει από μέρος σε μέρος και με τα λόγια, διάφορα γιατρικά και φίλτρα εξαπατά τους αφελείς και τους απλοϊκούς. Οι α., από το ρήμα αγείρω (= μαζεύω …   Dictionary of Greek

  • αγυρτάζω — ἀγυρτάζω (Α) [ἀγύρτης] μαζεύω χρήματα ζητιανεύοντας …   Dictionary of Greek

  • κορωνίζω — (Α) 1. τελειώνω κάτι, αποπερατώνω 2. μαζεύω χρήματα γυρίζοντας στις γειτονιές και κρατώντας στα χέρια κορώνην, κουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κορωνίς*, ενώ με τη σημ. 2. < κορώνη*] …   Dictionary of Greek

  • κορωνιστής — κορωνιστής, ὁ (Α) 1. αυτός που περιφερόταν στους δρόμους με το πτηνό κορώνη, τραγουδώντας επαιτικά άσματα 2. στον πληθ. οἱ κορωνισταί τίτλος έργου τού Αγνοκλέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορωνίζω «μαζεύω χρήματα γυρίζοντας στις γειτονιές κρατώντας το πτηνό …   Dictionary of Greek

  • εισπράττω — είσπραξα και εισέπραξα, εισπράχτηκα, εισπραγμένος, μαζεύω χρήματα που οφείλονται, κάνω εισπράξεις (για λογαριασμό δικό μου ή άλλου) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… …   Dictionary of Greek

  • συνάγω — ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α 1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει… …   Dictionary of Greek

  • αγείρω — ἀγείρω (Α) 1. (για πρόσωπα, στρατό κ.λπ.) συναθροίζω, συγκεντρώνω, συνάζω 2. (για πράγματα) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω 3. συγκεντρώνω κάτι με έρανο ή επαιτεία 4. συγκεντρώνω χρήματα για λατρευτικό σκοπό 5. συγκεντρώνω επιχειρήματα για μια… …   Dictionary of Greek

  • παραμαζεύω — και παραμαζώνω 1. (σχετικά με πράγματα) μαζεύω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει να συμπτύσσω 2. συλλέγω σκόρπια αντικείμενα, συγκεντρώνω («παραμαζεύει τα φύλλα που τού σκόρπισε ο αέρας») 3. αποκτώ πολλά χρήματα, πλουτίζω 4. εμποδίζω κάτι να… …   Dictionary of Greek

  • συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”